συγγένεια χημική

συγγένεια χημική
Το μέτρο της τάσης των στοιχείων και γενικά των ενώσεων να συνδεθούν χημικά με άλλα στοιχεία ή ενώσεις. Από τα παλιότερα, αλλά και από τα σύγχρονα προβλήματα της χημείας είναι η ανακάλυψη μιας γενικής αρχής, που να ερμηνεύει το αυθόρμητο, δηλαδή χωρίς την παρεμβολή εξωτερικής ενέργειας, μιας χημικής αντίδρασης. Κατά την πάροδο των αιώνων δόθηκαν διάφορες απαντήσεις στο ερώτημα· γύρω στο 1200, ο Αλβέρτος ο Μέγας διατύπωσε την αρχή «όμοιος ομοίω» (similia similibus) υποστηρίζοντας ότι τείνουν να συνδεθούν μεταξύ τους ουσίες με κάποια ορισμένη ομοιότητα. Οι βάσεις για τη μελέτη και την ποσοτική ερμηνεία της χημικής συγγένειας τέθηκαν τον 18o αι. Σημαντική ήταν η συμβολή του Μπερτελό με την «αρχή του μεγίστου έργου» (1867), σύμφωνα με την οποία, από τις δυνατές αντιδράσεις μεταξύ ορισμένων χημικών ουσιών, πραγματοποιούνται εκείνες που εκλύουν μεγαλύτερη ποσότητα θερμότητας. Η ιδέα δεν ήταν νέα: την είχε υποστηρίξει πριν μερικά χρόνια και ύστερα την εγκατάλειψε ο Δανός χημικός Γιούλιους Τόμσεν (Κοπεγχάγη 1826 - 1909). Η θεωρία αυτή δεν εξηγούσε π.χ. τις λεγόμενες «αντιδράσεις σε ισορροπία», στις οποίες δε γίνεται πλήρης μετατροπή των αρχικών ουσιών, αλλά συνυπάρχουν σε ισορροπία, δηλαδή μετατρέπονται ακατάπαυστα. Στο τέλος του περασμένου αιώνα, η ανάπτυξη και η διατύπωση των βασικών αρχών της θερμοδυναμικής πρόσφερε στο χημικό Χοφ, και αργότερα σε άλλους, τα μέσα για να λύσουν, με τρόπο εντελώς γενικό, το πρόβλημα που αφορούσε τη χημική συγγένεια. Κάθε σύστημα χημικών ουσιών συνδέεται με δύο φυσικά μεγέθη καθορισμένα από τη θερμοδυναμική, την «ελεύθερη ενέργεια» και το «θερμοδυναμικό δυναμικό». Μια αντίδραση κάτω από σταθερή θερμοκρασία μεταξύ των συστατικών του συστήματος, δηλαδή το πέρασμα του συστήματος από την αρχική στην τελική κατάσταση, μπορεί να συμβεί κατά δύο διαφορετικούς τρόπους: να παραμείνουν σταθερά ή ο όγκος ή η πίεση. Η θερμοδυναμική ορίζει ότι στην πρώτη περίπτωση, η αντίδραση συντελείται αυθόρμητα αν η ελεύθερη ενέργεια που αντιστοιχεί προς την τελική κατάσταση είναι μικρότερη από αυτήν που αντιστοιχεί προς την αρχική· για τη δεύτερη περίπτωση προβλέπει ότι η αντίδραση είναι αυθόρμητη, αν το θερμοδυναμικό δυναμικό έχει μία ανάλογη συμπεριφορά. Οι προηγούμενες ιδέες, τελειοποιημένες περισσότερο με βαθύτερη έρευνα, παρέχουν το μέσο για να προσδιοριστούν και να εκτελεστούν μετρήσεις χημικής συγγένειας. Γενικά, έγινε παραδεκτό ως μέτρο της συγγένειας ορισμένων ουσιών η μεταβολή του θερμοδυναμικού δυναμικού ή, αντίστοιχα, της ελεύθερης ενέργειας μεταξύ της αρχικής και της τελικής κατάστασης του συστήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγγένεια — Είναι δεσμός κοινής καταγωγής με τον οποίο ο νόμος συνδέει ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις (A.K. 1463, 1464). Η σ. είναι «εξ αίματος» ή «εξ αγχιστείας»: η πρώτη έχει ως έρεισμα την κοινότητα του αίματος και μπορεί να είναι «κατευθείαν… …   Dictionary of Greek

  • συγγένεια — η 1. σχέση εξ αίματος ή επιγαμίας: Έχουν συγγένεια μακρινή. 2. ομοιότητα: Τα κόμματα αυτά έχουν στενή συγγένεια. 3. «χημική συγγένεια», ιδιότητα των χημικών στοιχείων να συναποτελούν χημικές ενώσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ένωση, χημική — Ουσία με καθορισμένη σύσταση, η οποία παράγεται αν αντιδράσουν μεταξύ τους δύο ή περισσότερα στοιχεία. Αντίθετα από τα μείγματα, στις ενώσεις τα συστατικά στοιχεία χάνουν την ατομικότητά τους, δηλαδή η ένωση έχει χημικές και φυσικές ιδιότητες… …   Dictionary of Greek

  • χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… …   Dictionary of Greek

  • χημικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χημεία («χημική βιομηχανία») 2. (το αρσ. ή το θηλ. ως ουσ.) ο, η χημικός επιστήμονας ειδικευμένος στη χημεία 3. φρ. α) «χημική ανάλυση·» χημ. i) τομέας τής χημείας που ασχολείται κυρίως με τις μεθόδους …   Dictionary of Greek

  • ένζυμα — Ουσίες πρωτεϊνικής φύσης, που παράγονται από ζωντανά κύτταρα, δρουν με εξαιρετική ειδίκευση ως βιολογικοί καταλύτες και ρυθμίζουν την ταχύτητα των αντιδράσεων που χαρακτηρίζουν τον πολυσύνθετο κόσμο της βιοχημείας. Οι σύγχρονες πειραματικές… …   Dictionary of Greek

  • αντίδραση — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που σε μια δεδομένη ιστορική κατάσταση αντιτάσσονται με τρόπο αδιάλλακτο και απόλυτο στην εξέλιξη και στην πρόοδο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος μιας χώρας. Επιχειρούν… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • παραφίνη — Μείγμα υδρογονανθράκων, γενικά αλαφατικών, που περιέχουν 20 40 άτομα άνθρακα. Το όνομά τους οφείλεται στην ελλιπή χημική δραστικότητά τους, που εκφράστηκε με το λατινικό όρο parum afflnis (ολίγη συγγένεια). Επειδή πρόκειται για μείγμα, η π. δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”